- ἐμφόβως
- ἔμφοβοςterribleadverbialἔμφοβοςterriblemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμφοβος — η, ο (Μ ἔμφοβος, ον) φοβισμένος, τρομαγμένος, έντρομος αρχ. 1. τρομερός φοβερός, αυτός που εμπνέει φόβο 2. αυτός που κατέχεται από θείο φόβο. επίρρ... εμφόβως με φόβο, φοβισμένα, δειλά … Dictionary of Greek
ορρωδέως — ὀρρωδέως (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐμφόβως». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ορρωδώ] … Dictionary of Greek